- τετρόμματος
- τετρόμμᾰτος, ον,A four-eyed, ἀριθμός, of the τετράς, Herm.in Phdr. p.107 A.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετρόμματος — ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερα μάτια 2. φρ. «τετρόμματος ἀριθμός» η τετράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. μον όμματος] … Dictionary of Greek
τετρόμματον — τετρόμματος four eyed masc/fem acc sg τετρόμματος four eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek